- φιλορμίστειρα
- φιλορμίστειραshe who loves to bring to harbourfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλορμίστειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τους όρμους, τα λιμάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὁρμίζω «αγκυροβολώ» (< ὅρμος [ΙΙ]) + κατάλ. τειρα, θηλ. τής κατάλ. τήρ* (πρβλ. δό τειρα)] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek